- ημίβραχυς
- -υ (Α ἡμίβραχυς, -εία, -υ)1. (στην προσωδία) βραχύς κατά το ήμισυ2. το ουδ. ως ουσ. το ημίβραχυτο τρίτο κατά σειρά σημείο διάρκειας τής αναλογικής σημειογραφίας που αντιστοιχεί σε δύο βραχέα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + βραχύς].
Dictionary of Greek. 2013.